- στασιωτικῶν
- στασιωτικόςinclined to factionfem gen plστασιωτικόςinclined to factionmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στασιωτικός — ή, όν, Α [στασιώτης] 1. αυτός που υποκινεί σε στάση («πολλών και στασιωτικῶν λόγων καὶ ὑποψιῶν προσγενομένων», Θουκ.) 2. αυτός που έχει κλίση ή διάθεση για στάσεις, για εξεγέρσεις («στρασιωτικὸν τὸν μὴ ὁμόφυλον», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek